- δῶν
- δέω 1bindpres part act masc nom sg (attic epic doric)δίδωμιAër.aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)δίδωμιAër.aor ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλέδων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. φλύαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζών, εὐήθης». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλέδ ων ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhled «αναβλύζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό d , μορφή τής ρίζας *bhel «φυσώ, φουσκώνω, πρήζομαι,… … Dictionary of Greek
Κηληδόνες — Κηληδόνες, αἱ (Α) ωδικά μυθικά δαιμόνια, όπως οι Σειρήνες, αλλά ακίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέ ω / ώ + επίθημα δών / δόνος (πρβλ. αλγη δών, κλη δών)] … Dictionary of Greek
κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… … Dictionary of Greek
ληθεδών — ληθεδών, όνος, ἡ (Α) (ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα δών (πρβλ. αρπε δών, μελε δών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου] … Dictionary of Greek
πρηδών — όνος, ἡ, Α 1. φλεγμονή, πρήξιμο 2. φρ. «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» λέγεται προκειμένου για εντερική διάταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* + επίθημα δών, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. σηπε δών, σπα δών)] … Dictionary of Greek
σαρδόνιος — α, ο / σαρδόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, ία, ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α (κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση τού προσώπου νεοελλ. «σαρδόνιο… … Dictionary of Greek
σηπεδών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδες αρχ. 1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη 2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» πυώδεις χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χελιδών — όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α (λόγιος τ.) 1. το πουλί χελιδόνι 2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος τής οπλής τού αλόγου αρχ. 1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος τού πέλματος τού σκύλου 2. η μικρή κοιλότητα πάνω από… … Dictionary of Greek
κηλίδων — κηλί̱δων , κηλίς stain fem gen pl κηλί̱δων , κηλιδόω stain imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κηλί̱δων , κηλιδόω stain imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρούδων — φρού̱δων , φροῦδος gone away fem gen pl φρού̱δων , φροῦδος gone away masc/neut gen pl φρού̱δων , φροῦδος gone away masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)